- κολπώνω
- (AM κολπῶ, -όω, Μ και κολπώνω) [κόλπος]δίνω σε κάτι σχήμα κόλπου, κάνω κάτι να φουσκώσει, εξογνώνω (α. «ο αέρας κόλπωσε τα πανιά τού καραβιού» β. «ἄνεμος ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε κολπώσας τὴν ὀθόνην», Λουκιαν.γ. «ὁ ὑμήν... φυσώμενος διὰ τοῦ καυλοῡ αἴρεται και κολποῡται», Αριστοτ.)μσν.τραυματίζω, πληγώνωαρχ.(μτχ. παθ. παρακμ.) κεκολπωμένος, -η, -ον (για λόγο)πομπώδης.
Dictionary of Greek. 2013.